Αλέξης Τσίπρας: Οι σταθμοί μίας πορείας... όχι συνηθισμένης - Πώς από την ΚΝΕ έφτασε στο Μαξίμου
Η εκτόξευση από το… μηδέν, οι ταραχώδεις σταθμοί και η ηχηρή πτώση ενός πολιτικού που δίχασε όσο λίγοι.

Δεκαέξι χρόνια και δύο ημέρες. Τόσο κράτησε η συνεχόμενη παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στα έδρανα της ελληνικής Βουλής.
Από τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009, όταν και εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής στην Α’ Αθηνών, όντας ο νέος αρχηγός του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), μέχρι τη Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025 όταν και ανακοίνωσε την παραίτησή του ως βουλευτής, μεσολάβησαν 5.846 ημέρες, κατά τις οποίες ο Αλέξης Τσίπρας έγινε ένα από τα κεντρικά πρόσωπα της ελληνικής πολιτικής σκηνής.
Κακά τα ψέματα. Ο Αλέξης Τσίπρας κατάφερε να σημαδέψει με την παρουσία του τη σύγχρονη ελληνική πολιτική ζωή ερχόμενος ουσιαστικά από το… πουθενά. Από τα φοιτητικά αμφιθέατρα και τις κινητοποιήσεις του 1990, μέχρι την πρωθυπουργία και τις κρίσιμες αποφάσεις που κλήθηκε να λάβει για τη χώρα, η διαδρομή του χαρακτηρίζεται από έντονα διλήμματα, μεγάλες τομές και αρκετές ιστορικές στιγμές.
Τώρα, αν το μέλλον επιφυλάσσει ένα νέο «μπάσιμο» του Αλέξη Τσίπρα στην πολιτική σκηνή με ένα νέο πολιτικό φορέα, αυτό θα το μάθουμε σύντομα, όπως όλα δείχνουν. Εμείς, από την πλευρά μας, θα απαριθμήσουμε τους κύριους σταθμούς της σταδιοδρομίας ενός ανθρώπου που ξεκίνησε σαν το… παιδί-θαύμα της ελληνικής πολιτικής και τα πεπραγμένα του σε μία χρονική περίοδο που «έκαιγε».
Τα πρώτα βήματα
Γεννημένος στην Αθήνα στις 28 Ιουλίου του 1974, ο Αλέξης Τσίπρας μεγάλωσε σε μια εποχή πολιτικών αλλαγών και κοινωνικών διεκδικήσεων. Εντάχθηκε από νωρίς στην Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας (ΚΝΕ) και στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε στη Νεολαία Συνασπισμού, όπου αναδείχθηκε γρήγορα ως ένα από τα πιο δυναμικά στελέχη της νέας γενιάς της Αριστεράς.
Το 1990 βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των μαθητικών καταλήψεων, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 2000 εξελέγη γραμματέας της Νεολαίας Συνασπισμού. Το 2006 έφτασε να είναι υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων, καταγράφοντας μάλιστα ένα σημαντικό ποσοστό για τα δεδομένα της εποχής (10,5%), κάτι που τον έφερε στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής.

Η ανάληψη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ
Το 2008, σε ηλικία μόλις 34 ετών, εξελέγη πρόεδρος του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), διαδεχόμενος τον Αλέκο Αλαβάνο. Ήταν ο νεότερος πολιτικός αρχηγός της μεταπολίτευσης, και η εκλογή του σηματοδότησε τη μετάβαση του ΣΥΡΙΖΑ σε μια νέα εποχή, με πρόσωπο νέο, άφθαρτο και συμβολικά «εκτός του συστήματος».
Η ρητορική του επικεντρωνόταν στη ρήξη με το κατεστημένο, στην προστασία των κοινωνικά αδύναμων, και στην ανάγκη μιας νέας, συμμετοχικής πολιτικής. Ο Τσίπρας έδωσε νέο αέρα στην Αριστερά, με έμφαση στην πολιτική επικοινωνία, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε μια σύγχρονη εικόνα που απευθυνόταν κυρίως στους νέους.
Βέβαια, δεν ήταν όλα ρόδινα για τον wannabe πρωθυπουργό, με τη σχέση του με τον πολιτικό του «πατέρα» να διαρρηγνύεται, με τον Αλέκο Αλαβάνο, ακόμη και τώρα, να επιτίθεται σε κάθε ευκαιρία στον διάδοχό του στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Το 2009, ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε στη Βουλή με ποσοστό 4,6%, ενώ τα επόμενα χρόνια, εν μέσω της οικονομικής κρίσης και των σκληρών μνημονιακών πολιτικών, το κόμμα μετεξελίχθηκε από δύναμη διαμαρτυρίας σε φορέα εναλλακτικής διακυβέρνησης. Η παρουσία του στις μεγάλες διαδηλώσεις των «Αγανακτισμένων» το 2011 και οι σφοδρές επιθέσεις του στην πολιτική του Γιώργου Παπανδρέου, τον καθιέρωσαν ως τον βασικό εκφραστή της αντιμνημονιακής ρητορικής.
Στις εκλογές του Μαΐου 2012, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε εντυπωσιακή άνοδο, αγγίζοντας το 16,7%, και τον Ιούνιο του ίδιου έτους ανέβηκε στο 26,9%, καθιστώντας τον Τσίπρα αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Από εκείνη τη στιγμή, η πορεία του προς το Μέγαρο Μαξίμου έμοιαζε αναπόφευκτη.
Η άνοδος στην εξουσία και η σύμπλευση με τον Πάνο Καμμένο
Οι εθνικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 αποτέλεσαν ορόσημο για την ελληνική πολιτική σκηνή. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με ποσοστό 36,3%, σε μια συγκυρία έντονης κοινωνικής αγανάκτησης απέναντι στα μνημόνια και τη λιτότητα.
Μη διαθέτοντας αυτοδυναμία, ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας με τους Ανεξάρτητους Έλληνες (ΑΝΕΛ) του Πάνου Καμμένου — μια απρόσμενη πολιτική συμμαχία, που ένωσε δύο χώρους ιδεολογικά αντίθετους, αλλά με κοινό αντιμνημονιακό μέτωπο.
Η επιλογή αυτή αιφνιδίασε το πολιτικό κατεστημένο: μια αριστερή δύναμη και ένα δεξιό, εθνικιστικό κόμμα συγκρότησαν έναν κυβερνητικό συνασπισμό στη βάση του συνθήματος «τέλος στη λιτότητα».
Η συμφωνία έκλεισε μέσα σε λίγες ώρες — ο Πάνος Καμμένος μπήκε στο Μέγαρο Μαξίμου το πρωί της επόμενης ημέρας των εκλογών και εξήλθε λίγα λεπτά αργότερα, ανακοινώνοντας: «Η Ελλάδα έχει από σήμερα κυβέρνηση. Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες αποφασίσαμε να δώσουμε ψήφο εμπιστοσύνης σε κυβέρνηση υπό τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα».

Ο Τσίπρας, σε ηλικία 40 ετών, ορκίστηκε πρωθυπουργός χωρίς θρησκευτικό όρκο, σηματοδοτώντας τα νέα πολιτικά ήθη που επιδίωκε να φέρει. Η κυβέρνησή του ξεκίνησε με ισχυρό λαϊκό κύμα στήριξης, επενδύοντας στην υπόσχεση μιας «έντιμης διαπραγμάτευσης» με τους δανειστές.
Στο πλευρό του, η ομάδα των λεγόμενων «53+», ο τότε υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης και μια σειρά νέων προσώπων που αντιπροσώπευαν την αλλαγή γενιάς στην εξουσία.
Ωστόσο, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ υπήρξε εύθραυστη και αντιφατική. Αν και συμφωνούσαν στην απόρριψη των μνημονίων, διέφεραν σχεδόν σε όλα τα υπόλοιπα ζητήματα – από τα εθνικά θέματα έως τα κοινωνικά δικαιώματα. Παρ’ όλα αυτά, η συμμαχία άντεξε για περισσότερα από τέσσερα χρόνια, εξελισσόμενη σε ένα από τα μακροβιότερα κυβερνητικά σχήματα της μεταπολίτευσης.

Το «Όχι» στο δημοψήφισμα και το τρίτο μνημόνιο
Οι πρώτοι μήνες της νέας κυβέρνησης χαρακτηρίστηκαν από έντονες διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς της Ε.Ε. και του ΔΝΤ. Ο Γιάνης Βαρουφάκης πρωταγωνίστησε στα Eurogroup, προβάλλοντας μια σκληρή στάση απέναντι στους δανειστές, ενώ η ελληνική οικονομία βυθιζόταν ξανά στην αβεβαιότητα.
Η «σκληρή» στάση που κράτησε η κυβέρνηση Τσίπρα έμελλε να εξελιχθεί σε εφιάλτη, όχι μόνο για τον ίδιο αλλά για ολόκληρη τη χώρα. Η ένταση με τους Ευρωπαίους ηγέτες κλιμακώθηκε, οι τράπεζες έκλεισαν, επιβλήθηκαν capital controls, και η Ευρώπη παρακολουθούσε με ανησυχία την πιθανότητα ενός «Grexit».
Μετά από μήνες αδιεξόδων, ο Τσίπρας προχώρησε σε μια αιφνιδιαστική κίνηση. Το βράδυ της 26ης Ιουνίου 2015 ανακοίνωσε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την αποδοχή ή απόρριψη της πρότασης των θεσμών.
Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε ιστορική – ήταν η πρώτη φορά μετά το 1974 που ο ελληνικός λαός καλούνταν να αποφασίσει άμεσα για ένα μείζον οικονομικό ζήτημα.
Στις 5 Ιουλίου 2015, περισσότεροι από 6 εκατομμύρια πολίτες ψήφισαν. Το αποτέλεσμα ήταν 61,3% «Όχι» – ένα συντριπτικό μήνυμα απόρριψης της λιτότητας και των όρων των δανειστών.

Ωστόσο, λίγες ημέρες αργότερα, ο Τσίπρας βρέθηκε αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα των διεθνών ισορροπιών. Με κλειστές τράπεζες και την οικονομία σε κατάσταση παράλυσης, σε μία μαρτυρική 12η Ιουλίου 2015, μετά από 17 ώρες διαπραγματεύσεων, αποδέχθηκε τελικά το τρίτο Μνημόνιο, επιχειρώντας να διασφαλίσει την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ.
Η απόφαση αυτή μπορεί να γλίτωσε τη χώρα από τη δραχμή αλλά προκάλεσε ισχυρό εσωτερικό ρήγμα, με κορυφαία στελέχη, όπως ο Παναγιώτης Λαφαζάνης και η Ζωή Κωνσταντοπούλου να αποχωρούν, ιδρύοντας τη Λαϊκή Ενότητα.
Ο ίδιος, σε ένα δραματικό διάγγελμα, υπερασπίστηκε την επιλογή του ως «αναγκαίο συμβιβασμό για τη σωτηρία της χώρας».
Λίγες εβδομάδες μετά, προκήρυξε εκλογές για τον Σεπτέμβριο του 2015, ζητώντας εκ νέου την εμπιστοσύνη του λαού. Παρά τη φθορά και το σοκ του καλοκαιριού, ο ΣΥΡΙΖΑ βγήκε και πάλι πρώτος, με 35,4%, επιβεβαιώνοντας την προσωπική πολιτική κυριαρχία του Τσίπρα.

Η Συμφωνία των Πρεσπών
Κατά τη δεύτερη θητεία του, η κυβέρνηση Τσίπρα προχώρησε στη Συμφωνία των Πρεσπών (2018) με τη Βόρεια Μακεδονία, μια ιστορική – και αμφιλεγόμενη – κίνηση που έλυσε μια μακροχρόνια διπλωματική εκκρεμότητα. Παράλληλα, η Ελλάδα βγήκε από τα προγράμματα επιτήρησης τον Αύγουστο του 2018, κλείνοντας έναν κύκλο οκτώ ετών μνημονίων.

Η περίοδος αυτή στιγματίστηκε επίσης από σημαντικά γεγονότα όπως η τραγωδία στο Μάτι, ενώ στις 21 Αυγούστου του 2018, ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε πως η Ελλάδα βγήκε επίσημα από τα μνημόνια, σηματοδοτώντας την έξοδο από τη δεκαετία της κρίσης.
Ωστόσο, η κοινωνική κόπωση, η υπερφορολόγηση και η απογοήτευση από τους υψηλούς τόνους του 2015 συνέβαλαν στη σταδιακή φθορά της κυβέρνησης, που αποτυπώθηκε στις ευρωεκλογές του 2019 και τελικά στην ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019, με πρωθυπουργό πλέον τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Οι σχέσεις του Τσίπρα με τους παγκόσμιους ηγέτες
Η διεθνής παρουσία του Αλέξη Τσίπρα καθορίστηκε από την έντονη αλληλεπίδρασή του με κορυφαίους Ευρωπαίους ηγέτες, ιδιαίτερα στην κρίσιμη περίοδο της οικονομικής διαπραγμάτευσης του 2015.
Η σχέση του με την Άνγκελα Μέρκελ υπήρξε αρχικά τεταμένη· οι πρώτες τους συναντήσεις στιγματίστηκαν από σκληρές αντιπαραθέσεις γύρω από τη λιτότητα και το ελληνικό χρέος, με τον Τσίπρα να προβάλλει την ανάγκη «αλλαγής πορείας για την Ευρώπη».
Ωστόσο, σταδιακά, η αντιπαλότητα μετατράπηκε σε πραγματιστική συνεργασία. Οι δύο ηγέτες ανέπτυξαν μια σχέση αμοιβαίου σεβασμού, με τον Έλληνα πρωθυπουργό να αναγνωρίζει αργότερα τον ρόλο της Μέρκελ στην αποφυγή μιας άτακτης εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.

Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η σχέση του με τον τότε πρόεδρο της Κομισιόν, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Παρά τις εντάσεις των πρώτων μηνών, ο Γιούνκερ αποτέλεσε γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους θεσμούς, συχνά σε πιο συμφιλιωτικό τόνο. Ο Τσίπρας, με τη σειρά του, έδειξε ότι μπορούσε να κινηθεί στο πεδίο των ευρωπαϊκών ισορροπιών, αποκτώντας σταδιακά διπλωματικό κύρος και ρόλο συνομιλητή σε κορυφαία ευρωπαϊκά φόρα.
Στο διεθνές επίπεδο, η σχέση του με τον Ντόναλντ Τραμπ ήταν πιο σύνθετη. Παρά τις πολιτικές διαφορές, οι δύο άνδρες διατήρησαν καλή προσωπική επικοινωνία, ιδιαίτερα μετά την επίσκεψη Τσίπρα στον Λευκό Οίκο το 2017.
Ο Τραμπ χαρακτήρισε την Ελλάδα «στρατηγικό σύμμαχο των ΗΠΑ» και αναφέρθηκε θετικά στις μεταρρυθμίσεις της ελληνικής κυβέρνησης. Από την πλευρά του, ο Τσίπρας, με μια δόση ειρωνικού ρεαλισμού, είχε σχολιάσει πως «πολλοί έλεγαν ότι θα είναι εφιάλτης να συναντήσω τον Τραμπ, αλλά αποδείχθηκε φιλικός συνομιλητής».

Η ήττα και η αποχώρηση
Στις εκλογές του Ιουλίου 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε από τη Νέα Δημοκρατία, με τον Τσίπρα να παραμένει αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επιδίωξε τον μετασχηματισμό του κόμματος σε μια ευρύτερη προοδευτική παράταξη, μετονομάζοντάς το σε ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία.
Το 2023, μετά τη νέα εκλογική ήττα, ανακοίνωσε την παραίτησή του από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, κλείνοντας ένα πολιτικό κεφάλαιο 15 ετών. Στη διάρκεια της διαδρομής του, ο Τσίπρας μετατράπηκε από σύμβολο της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε κεντρική φυσιογνωμία του πολιτικού ρεαλισμού.
Εν κατακλείδι, ο Αλέξης Τσίπρας αγαπήθηκε και αμφισβητήθηκε όσο λίγοι. Για άλλους υπήρξε ο πολιτικός που «έσπασε τα στερεότυπα» και έφερε μια νέα γενιά στην εξουσία. Για κάποιους άλλους όμως, ήταν ο άνθρωπος που εγκατέλειψε τα ιδανικά της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Σε κάθε περίπτωση, ο Αλέξης Τσίπρας άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στην ελληνική πολιτική σκηνή την τελευταία 15ετία ως ο άνθρωπος που, από τις πορείες της ΚΝΕ, κατάφερε να βρεθεί μέσα στο Μαξίμου και να γίνει ένας από τους πρωθυπουργούς που δοκιμάστηκε περισσότερο κατά τη διάρκεια της θητείας του στη σύγχρονη ιστορία της χώρας.
